Για τους σκοπούς της μελέτης, οι ερευνητές παρακολούθησαν 1.900 μέλλουσες μητέρες, κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης. Η αξιολόγηση περιλάμβανε προσδιορισμό των επιπέδων φερριτίνης, καθώς και δεικτών που σχετίζονται με τη λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα, όπως τα αντιθυρεοειδικά αντισώματα (anti-TPO), η ελεύθερη θυροξίνη (fT4) και η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH).
Τα αποτελέσματα των αναλύσεων έδειξαν πως οι γυναίκες που συμμετείχαν στη μελέτη είχαν ανεπάρκεια σιδήρου σε ποσοστό 35%. Μεταξύ αυτών, το 10% βρέθηκε να έχει αντιθυρεοειδικά αντισώματα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις έγκυες που είχαν φυσιολογικά επίπεδα σιδήρου ήταν 6%.
Αντίστοιχα, φάνηκε πως το 20% των εγκύων με ανεπάρκεια σιδήρου είχε ήπια αυξημένα επίπεδα θυρεοειδοτρόπου ορμόνης -ευρήματα συμβατά με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό-, ποσοστό που ανήλθε στο 16% στις γυναίκες που δεν εμφάνιζαν ανεπάρκεια σιδήρου.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, τόσο η επάρκεια σιδήρου όσο και η φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του εμβρύου και την υγιή έκβαση της κύησης, ενώ σχολιάζουν πως τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι η ανεπάρκεια σιδήρου στην εγκυμοσύνη παραμένει σημαντικό πρόβλημα.
Επόμενος στόχος των ερευνητών είναι να εξετάσουν κατά πόσο η ανεπάρκεια σιδήρου και η διαταραχές της λειτουργίας του θυρεοειδούς συνδέονται με εμφάνιση επιπλοκών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Επιπλέον, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί κατά πόσο η ανεπάρκεια σιδήρου πυροδοτεί την εμφάνιση αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων ή αν συμβαίνει το αντίθετο.