Πρόκειται για μια απλή εξέταση που πλέον πραγματοποιείται και στην Ελλάδα σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και η οποία μπορεί να εντοπίσει δυο παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά στην επιτυχία της σύλληψης: τα ΝΚ κύτταρα και τα πλασματοκύτταρα.
Πρόσφατες μελέτες δίνουν έμφαση στο ρόλο των NK κυττάρων (natural killers – φυσικοί φονείς), που εμποδίζουν την εμφύτευση του εμβρύου και την ανάπτυξη της εγκυμοσύνης. Μάλιστα, έρευνα του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης με πάνω από 5.000 βιοψίες ενδομητρίου έδειξε αυξημένο αριθμό κυττάρων ΝΚ σε περίπου 30% των γυναικών με επαναλαμβανόμενες αποβολές.
Επιπλέον, οι φλεγμονές του ενδομητρίου επηρεάζουν το περιβάλλον εμφύτευσης. Αν και ο ορισμός της χρόνιας ενδομητρίτιδας δεν είναι σαφής, η παρουσία των πλασματοκυττάρων ως κυττάρων φλεγμονής διαπιστώθηκε σε περίπου 10-15% των γυναικών με επαναλαμβανόμενες αποβολές στη μελέτη του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης.
Όπως εξηγεί ο Δρ Ιωάννης Ζερβομανωλάκης, Μαιευτήρας-Χειρουργός Γυναικολόγος, Διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Βόννης, «η νέα εξέταση μας δίνει τη δυνατότητα να εντοπίσουμε τα ΝΚ κύτταρα με μια απλή βιοψία ενδομητρίου, όταν η γυναίκα βρίσκεται στη δεύτερη φάση του κύκλου. Με τη χρήση μιας ειδικής συσκευής λήψης και χωρίς νάρκωση λαμβάνεται το απαραίτητο υλικό το οποίο στέλνεται άμεσα σε εξειδικευμένο εργαστήριο του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης».
Και στην Ελλάδα
Το σημαντικό είναι ότι πλέον υπάρχει η δυνατότητα διενέργειας της εξέτασης και στην Ελλάδα, όπου γίνεται η λήψη και στη συνέχεια το υλικό αποστέλλεται στο εργαστήριο στη Γερμανία. Η απάντηση λαμβάνεται εντός 10 ημερών και η θεραπεία μπορεί να ξεκινήσει άμεσα.
Η θεραπεία περιλαμβάνει χρήση σκευασμάτων που περιέχουν κορτιζόνη η οποία προκαλεί σημαντική ελάττωση των ΝΚ κυττάρων και ευνοεί την ανταπόκριση της μήτρας στην εμφύτευση. «Εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη αυξημένων ποσοστών πλασματοκυττάρων ή γενικότερα φλεγμονή του ενδομητρίου, απαιτείται η λήψη αντιβιοτικών για ένα διάστημα δύο με τριών εβδομάδων», συμπληρώνει ο Δρ Ζερβομανωλάκης.
Μετά το τέλος της θεραπείας, η γυναίκα με ιστορικό αποβολών μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου έχει αυξημένες πιθανότητες να μείνει έγκυος ξανά φυσιολογικά χωρίς πρόβλημα, εφόσον βέβαια ο ειδικός κρίνει ότι η φυσιολογική σύλληψη είναι ακόμη εφικτή.
«Όταν η διάγνωση συνδυάζεται με προβλήματα στην αιμάτωση του εμβρύου, τη λεγόμενη θρομβοφιλία, η οποία είναι συχνή σε γυναίκες με ιστορικό θρομβώσεων ή εγκεφαλικών επεισοδίων στην οικογένεια και ανακαλύπτεται με ειδικές εξετάσεις αίματος συνεχίζεται η κατάλληλη αγωγή, ως αντιπηκτική αγωγή με ενέσεις ηπαρίνης και ασπιρίνη χαμηλής δόσης, σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της λοχείας», σύμφωνα με τον Δρ Ζερβομανωλάκη.
Τέλος, για την περίπτωση που κριθεί απαραίτητη η εξωσωματική γονιμοποίηση, ο ειδικός συμβουλεύει η προσπάθεια να γίνεται αμέσως μετά το τέλος της θεραπείας. «Η εμπειρία δείχνει ότι χρόνιες καταστάσεις συνοδεύονται από υψηλές πιθανότητες υποτροπής, οπότε όσο γρηγορότερα γίνει η εξωσωματική γονιμοποίηση τόσο υψηλότερες είναι οι πιθανότητες επιτυχούς έκβασης», καταλήγει ο Δρ Ιωάννης Ζερβομανωλάκης.