Η μέθοδος CAR-T χαρακτηρίζεται «ζωντανό φάρμακο», ειδικά διαμορφωμένο για κάθε ασθενή, με την αξιοποίηση των κυττάρων του σώματός του. Οι ιατροί στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο King’s College του Λονδίνου ανέφεραν ότι ορισμένοι ασθενείς πέτυχαν πλήρη ίαση. Η ιατρική ομάδα αφαιρεί τα λευκά αιμοσφαίρια από το αίμα των ασθενών, τα οποία ψύχει σε υγρό υδρογόνο. Εργαστήριο στις ΗΠΑ τροποποιεί γενετικώς τα λευκά αιμοσφαίρια, έτσι ώστε, αντί να σκοτώνουν βακτήρια και ιούς, να αναζητούν και να εξοντώνουν καρκινικά κύτταρα. Τα τροποποιημένα λευκά αιμοσφαίρια παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στο σώμα και συνεχίζουν να επιτελούν την αντικαρκινική λειτουργία τους.
Οι κλινικές μελέτες έδειξαν ότι 40% των πασχόντων από θανατηφόρο λέμφωμα απαλλάχθηκαν από κάθε ίχνος καρκίνου σε διάστημα 15 μηνών. Ασθενείς ανέφεραν όμως ότι οι παρενέργειες της μεθόδου είναι χειρότερες από εκείνες της συμβατικής χημειοθεραπείας. Η βραχυπρόθεσμη νευροτοξικότητα, που επηρεάζει τον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα, μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, δυσκολίες στην ομιλία και λιποθυμία.
Το κόστος της θεραπείας, που καλύπτεται από το βρετανικό ΕΣΥ, ανέρχεται σε 313.125 ευρώ. Το CAR-T έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό για την αντιμετώπιση του λεμφώματος, αλλά και ορισμένων μορφών λευχαιμίας. Οι «συμπαγείς καρκίνοι», όμως, που δημιουργούν όγκους όπως το μελάνωμα και ο καρκίνος του πνεύμονα, είναι πιο επίμονοι και δεν γίνεται να αντιμετωπισθούν από το CAR-T.
Ένας λόγος της επιτυχίας του νέου φαρμάκου είναι το ότι η καταστροφή μέρους του ανοσοποιητικού συστήματος θεωρείται αποδεκτή παράπλευρη απώλεια για τη σωτηρία του ασθενούς. Δεν ισχύει, ωστόσο, το ίδιο για καρκίνους όπως αυτός του πνεύμονα, όπου η καταστροφή των πληγέντων οργάνων θα σημάνει τον θάνατο του ασθενούς.