Τα συμπτώματα που τη συνοδεύουν μπορεί να είναι ήπια ή και σοβαρότερα και συνήθως περιλαμβάνουν ωχρότητα, κόπωση, αδυναμία συγκέντρωσης, διαταραχή της θερμορύθμισης και σε ορισμένες περιπτώσεις κεφαλαλγία, τριχόπτωση και φλεγμονές στη στοματική κοιλότητα.
Αν και, συνήθως, η θεραπεία της σιδηροπενικής αναιμίας βασίζεται στη λήψη συμπληρωμάτων σιδήρου, η διατροφή παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, καθώς μπορεί να εξασφαλίσει επαρκή διαιτητική πρόσληψη σιδήρου, συμβάλλοντας έτσι στην αναπλήρωση και διατήρηση των αποθηκών του οργανισμού.
Συνεπώς, άτομα με σιδηροπενία ή σιδηροπενική αναιμία, θα πρέπει να υιοθετήσουν ένα διαιτολόγιο με υψηλή περιεκτικότητα σε πλούσιες πηγές σιδήρου, στις οποίες περιλαμβάνονται το κρέας, τα πουλερικά, τα ψάρια και τα θαλασσινά, καθώς και τα όσπρια, τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, τα αποξηραμένα φρούτα, οι ξηροί καρποί, οι νιφάδες βρώμης και τα εμπλουτισμένα προϊόντα δημητριακών.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως ο σίδηρος που προέρχεται από τρόφιμα ζωικής προέλευσης είναι πιο εύκολα απορροφήσιμος από τον οργανισμό, σε αντίθεση με αυτόν που περιέχεται σε φυτικές πηγές, ο οποίος εμφανίζει χαμηλή βιοδιαθεσιμότητα και συνεπώς απορροφάται σε πολύ μικρότερο βαθμό.
Έτσι, οι πηγές σιδήρου φυτικής προέλευσης θα πρέπει να καταναλώνονται σε συνδυασμό με τρόφιμα που έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνη C, καθώς έτσι επιτυγχάνεται μεγαλύτερη απορρόφηση. Από την άλλη, θα ήταν καλό οι πλούσιες πηγές σιδήρου να μη συνδυάζονται με τρόφιμα ή ροφήματα που περιέχουν ασβέστιο, καφεΐνη, ταννίνες, φυτικά και οξαλικά οξέα, αφού τα εν λόγω συστατικά επηρεάζουν αρνητικά τη βιοδιαθεσιμότητα του σιδήρου.
Πιο συγκεκριμένα, τρόφιμα όπως τα γαλακτοκομικά προϊόντα, το τσάι, ο καφές, τα καφεϊνούχα ροφήματα και αναψυκτικά και το κόκκινο κρασί, είναι προτιμότερο να μην καταναλώνονται όταν το γεύμα περιλαμβάνει κάποια πηγή σιδήρου.