Στην τελευταία εβδομαδιαία έκθεση του ΚΕΕΛΠΝΟ αναφέρεται ότι η επιδημία πλήττει προς το παρόν περισσότερο τα μικρά παιδιά από κοινότητες Ρομά, καθώς και νέα άτομα ηλικίας από 25 έως 44 ετών από τον γενικό πληθυσμό, που δεν έχουν ανοσία στην ιλαρά καθώς είτε είναι ανεμβολίαστοι είτε ατελώς εμβολιασμένοι. Από την αρχή της επιδημίας στη χώρα μας έως και σήμερα έχουν καταγραφεί δύο θάνατοι λόγω ιλαράς.
Ο πρώτος αφορούσε ένα βρέφος Ρομά 11 μηνών, ανεμβολίαστο, με υποκείμενη δυστροφία, και ο δεύτερος έναν 17χρονο Ρομά, επίσης ανεμβολίαστο που κατέληξε με κλινική εικόνα εγκεφαλίτιδας.
Υπενθυμίζεται ότι συστήνεται ο εμβολιασμός με το μεικτό εμβόλιο ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας των παιδιών, των εφήβων και των ενηλίκων που δεν έχουν εμβολιαστεί με τις απαραίτητες δόσεις. Σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών, παιδιά, έφηβοι και ενήλικοι που έχουν γεννηθεί μετά το 1970 και δεν έχουν ιστορικό νόσου πρέπει να είναι εμβολιασμένοι με δύο δόσεις εμβολίου για την ιλαρά.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνει το ΚΕΕΛΠΝΟ και στον εμβολιασμό εργαζομένων σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας, καθώς είναι στις ομάδες πληθυσμού στις οποίες έχουν καταγραφεί αρκετά κρούσματα ιλαράς.
Υπενθυμίζεται ότι η ιλαρά είναι ιογενής λοίμωξη υψηλής μεταδοτικότητας. Σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ, περίπου το 30% των περιπτώσεων ιλαράς έχουν μία ή περισσότερες επιπλοκές που είναι συχνότερες σε παιδιά κάτω των 5 ετών και ενηλίκους άνω των 20 ετών.
Οι συχνότερες επιπλοκές εμφανίζονται από το πεπτικό (διάρροια), το αναπνευστικό (πνευμονία) και το κεντρικό νευρικό σύστημα (εγκεφαλίτιδα). Η μετάδοση της ιλαράς γίνεται κυρίως αερογενώς από άτομο σε άτομο με σταγονίδια που αποβάλλουν οι ασθενείς και σπανιότερα με αντικείμενα που μολύνθηκαν πολύ πρόσφατα από ρινικές και φαρυγγικές εκκρίσεις (ο χρόνος επιβίωσης του ιού στον αέρα ή σε επιφάνειες αντικειμένων είναι μικρότερος των δύο ωρών).
Η μετάδοση της νόσου γίνεται συνήθως από την έναρξη του πρόδρομου (καταρροϊκού) σταδίου της, έως και τέσσερις ημέρες μετά την εμφάνιση των εξανθημάτων που χαρακτηρίζουν την ιλαρά.