Το ποσοστό των Ελλήνων που έχουν ακούσει τον όρο τρανς λιπαρά είναι πολύ χαμηλότερο σε σύγκριση με εκείνο που έχει αναφερθεί σε παρόμοιες μελέτες άλλων χωρών. Παρόλο που οι περισσότεροι από εκείνους που έχουν ακούσει τον όρο τρανς λιπαρά συνδέουν τον όρο αυτό με συγκεκριμένα επεξεργασμένα τρόφιμα (σχεδόν οι 9 στους 10), πολύ λιγότεροι (15,7%) γνωρίζουν ότι τα τρανς λιπαρά απαντώνται και στη φύση.
Τι είναι τα τρανς λιπαρά
Τα τρανς λιπαρά γενικά, είναι ακόρεστα λιπαρά οξέα που περιέχουν τουλάχιστον ένα διπλό δεσμό στη μορφή τρανς. Υπάρχουν τρανς λιπαρά τα οποία απαντώνται “φυσικά” σε κάποια τρόφιμα αλλά και αυτά που είναι “βιομηχανικώς-παραγόμενα”. Στη φύση, υπάρχουν τρανς λιπαρά σε μικρές ποσότητες στο λίπος του γάλατος και του κρέατος, το προερχόμενο από μηρυκαστικά ζώα (3-8% επί του ολικού λίπους). Επομένως, ο αντίκτυπός τους στη δημόσια υγεία είναι σχετικά μικρός. Αντίθετα, τα έλαια που έχουν υδρογονωθεί μερικώς, για καθαρά τεχνολογικούς σκοπούς, μπορεί να περιέχουν τρανς λιπαρά (“βιομηχανικώς- παραγόμενα” τρανς λιπαρά) σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες, έως και 60% επί του ολικού λίπους, ανάλογα με το βαθμό αλλά και τον τρόπο υδρογόνωσης (π.χ. καταλύτες, κτλ) και την όποια περαιτέρω επεξεργασία έχουν υποστεί. Η μερική υδρογόνωση φυτικών ελαίων γενικά εξυπηρετεί δύο σκοπούς:
α) να μετατρέψει τα έλαια από υγρή σε στερεή μορφή, και
β) να βελτιώσει την οξειδωτική σταθερότητά τους αυξάνοντας με τον τρόπο αυτό τη διάρκεια ζωής των προϊόντων
Επομένως, αυτοί οι τύποι των ελαίων μπορούν να χρησιμοποιηθούν μεταξύ άλλων σε προϊόντα ζαχαροπλαστικής (για επιθυμητή μορφή και υφή) αλλά και σε λιπαρές ύλες για επαναλαμβανόμενο τηγάνισμα. Η παραγωγή εναλλακτικών μειγμάτων λιπαρών υλών με πολύ χαμηλή συγκέντρωση τρανς λιπαρών αλλά αντίστοιχες τεχνολογικές ιδιότητες με τα τυπικά μερικώς υδρογονωμένα έλαια, είναι εφικτή. Παρόλα αυτά, μερικώς υδρογονωμένα έλαια, με σημαντική συγκέντρωση τρανς λιπαρών εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται σε εφαρμογές τροφίμων. O αντίκτυπός τους στη δημόσια υγεία λοιπόν, μπορεί να είναι σημαντικός.
Επιδράσεις τρανς λιπαρών στην υγεία
Ήδη, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 υπάρχουν δημοσιευμένες μελέτες που καταδεικνύουν τη θετική συσχέτιση μεταξύ διαιτητικής πρόσληψης τρανς λιπαρών οξέων και κινδύνου εμφάνισης στεφανιαίας νόσου. Έκτοτε, έχουν διεξαχθεί πολλές επιστημονικές μελέτες, οι οποίες έχουν επιβεβαιώσει τα αρχικά ευρήματα και έχουν συμβάλλει σημαντικά στην κατανόηση των μηχανισμών της επιβλαβούς δράσης τους στο καρδιαγγειακό σύστημα. Για παράδειγμα, τα τρανς λιπαρά φαίνεται ότι αυξάνουν στον ορό του αίματος τα επίπεδα της “κακής” χοληστερόλης (LDL cholesterol) ενώ μειώνουν τα επίπεδα της “καλής” χοληστερόλης (HDL cholesterol).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια μετα-ανάλυση, η οποία έδειξε ότι μια ημερήσια πρόσληψη 4g τρανς λιπαρών οξέων (σε μια δίαιτα των 2000 Kcal) σχετίζονταν με 23% αύξηση κινδύνου στεφανιαίας νόσου. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι ο κίνδυνος καρδιαγγειακών νοσημάτων ανά γραμμάριο πρόσληψης τρανς λιπαρών οξέων, είναι τέσσερις με πέντε φορές υψηλότερος συγκριτικά με την ίδια ποσότητα κορεσμένων λιπαρών.
Οι επιζήμιες επιδράσεις των βιομηχανικώς-παραγόμενων τρανς λιπαρών οξέων στο καρδιαγγειακό σύστημα, πλέον, είναι πέρα από οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Παράλληλα, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας έχουν συσχετιστεί και με κάποιες μορφές καρκίνου.
Συστάσεις αναφορικά με τα τρανς λιπαρά
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει συστήσει εδώ και μία δεκαετία, η πρόσληψη τρανς λιπαρών να είναι μικρότερη από το 1% της συνολικής θερμιδικής πρόσληψης. Ειδικοί επιστήμονες του ΠΟΥ μάλιστα τα έχουν χαρακτηρίσει και ως “βιομηχανικά πρόσθετα τροφίμων” (“industrial food additives”) με ξεκάθαρους κινδύνους για την υγεία. Εκτός από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, όλοι οι διεθνείς οργανισμοί, αλλά και οι εθνικές διατροφικές οδηγίες διαφόρων κρατών, συστήνουν η πρόσληψη των τρανς λιπαρών να είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερη.
Μαργαρίνες και ηλιέλαιο στην ελληνική αγορά
Σύμφωνα με δημοσιευμένες μελέτες σε διεθνή περιοδικά, η περιεκτικότητα τρανς λιπαρών στις μαργαρίνες στην ελληνική αγορά έχει μειωθεί κατά περίπου 95% τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Στη μελέτη που διεξήχθη στην Κρήτη, κανένα από τα 31 δείγματα μαργαρινών δεν είχε πάνω από 1% τρανς λιπαρά.
Όμως το 45,5% των συμμετεχόντων πιστεύει λανθασμένα ότι οι μαργαρίνες για παράδειγμα που περιέχουν φυτοστερόλες, περιέχουν και τρανς λιπαρά. Ενώ όντως κάποιες μαργαρίνες στο παρελθόν περιείχαν σημαντικές ποσότητες τρανς λιπαρών, οι περισσότερες μαργαρίνες στα ράφια των σούπερ μάρκετ πλέον, δεν φαίνεται να περιέχουν σημαντικές ποσότητες τρανς λιπαρών.
Όσον αφορά στο ηλιέλαιο, το 20,6% των ερωτηθέντων ανέφερε εσφαλμένα ότι περιέχει σημαντικές ποσότητες τρανς λιπαρών. Ομοίως, ένα μικρότερο ποσοστό των ερωτηθέντων (8,7%) πιστεύει λανθασμένα ότι τα λιπαρά ψάρια περιέχουν σημαντικές ποσότητες τρανς λιπαρών, παρά τις συνεχείς συστάσεις ειδικών στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (τηλεόραση και Τύπος) σχετικά με τα οφέλη των ιχθυελαίων στην υγεία.
Ως εκ τούτου, περισσότερες δράσεις πληροφόρησης είναι, ίσως, απαραίτητες για την καλύτερη ενημέρωση των καταναλωτών. Είναι γνωστό ότι όταν οι καταναλωτές είναι ενημερωμένοι, αυτό αναμένεται να έχει αντίκτυπο στη συμπεριφορά τους, ιδίως όσον αφορά στις επιλογές των τροφίμων που αγοράζουν, καθώς και στην προετοιμασία του φαγητού στο σπίτι.
ΠΗΓΗ
Τα στοιχεία που δημοσιεύονται σε αυτό το άρθρο έχουν εξαχθεί από την έρευνα του ΕΦΕΤ με τίτλο “Γνώσεις, στάση και συμπεριφορά των Ελλήνων σχετικά με τα τρανς λιπαρά”, η οποία δημοσιεύθηκε το 2015. Την εν λόγω σημαντική έρευνα επιμελήθηκαν οι εξής επιστήμονες-συνεργάτες του ΕΦΕΤ: Γεώργιος Μαρακάκης (διατροφολόγος), Γοργίας Γαροφαλάκης (χημικός μηχανικός), Σπυριδούλα Μήλα (διαιτολόγος) και Ειρήνη Τσιγαρίδα (γεωπόνος).