Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στην αγγλόφωνη έκδοση της επιστημονικής επιθεώρησης του Πεκίνου National Science Review, πραγματοποιήθηκε από ερευνητές του Ινστιτούτου Ζωολογίας του Κουνμίγκ και της Ακαδημίας Κινεζικών Επιστημών, σε συνεργασία με Αμερικανούς ερευνητές του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας.
Οι ερευνητές εμφύτευσαν σε έντεκα μακάκους ρέζους το ανθρώπινο γονίδιο MCPH1 το οποίος, όπως εκτιμούν οι επιστήμονες, παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του εγκεφάλου. Διαπίστωσαν ότι οι εγκέφαλοι των πιθήκων, όπως συμβαίνει και στους ανθρώπους, χρειάστηκαν περισσότερο χρόνο για να αναπτυχθούν και ότι τα ζώα τελικά είχαν καλύτερα αποτελέσματα, στα πειράματα, όσον αφορά τη βραχυπρόθεσμη μνήμη και τον χρόνο αντίδρασής τους, σε σύγκριση με μακάκους που ζουν στη φύση.
Το μέγεθος των εγκεφάλων των πιθήκων στους οποίους έγινε το πείραμα δεν ήταν πάντως μεγαλύτερο από εκείνο των ζώων που μετείχαν στην ομάδα ελέγχου.
Οι μακάκοι υποβλήθηκαν σε τεστ μνήμης, στα οποία έπρεπε να θυμηθούν χρώματα και σχήματα σε μια οθόνη. Μόνο πέντε από αυτούς όμως επέζησαν μέχρι τη φάση των πειραμάτων.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, ο μακάκος ρέζους, αν και είναι γενετικά πιο κοντά τον άνθρωπο από τα τρωκτικά, είναι ταυτόχρονα αρκετά μακριά ώστε να μην τεθούν ηθικά διλήμματα. Το γεγονός αυτό όμως δεν απέτρεψε τα επικριτικά σχόλια.
“Στη λαϊκή φαντασία, απλώς βρισκόμαστε στον Πλανήτη των Πιθήκων”, σχολίασε η Ζακλίν Γκλόβερ, βιοηθικός στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο. “Η εξανθρώπισή τους θα ισοδυναμούσε με κάτι κακό. Πού θα ζούσαν και τι θα έκαναν; Δεν πρέπει να δημιουργήσουμε ένα ον που δεν θα μπορεί να έχει ουσιαστική ζωή σε οποιοδήποτε πλαίσιο”, τόνισε.
Ωστόσο ο Λάιρ Μπάουμ, ερευνητής στο Κέντρο Γενετικών Μελετών του Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ, απέρριψε αυτήν την κατηγορία, υπογραμμίζοντας ότι στη μελέτη τροποποιήθηκε μόλις ένα από τα περίπου 20.000 γονίδια.