Στον ρυθμό αναπαραγωγής του νέου κορονοϊού (δηλαδή σε πόσους ανθρώπους μπορεί τον μεταδώσει ένα φορέας) αλλά και στους πιο ”επικίνδυνους” χώρους για να κολλήσει/μεταδώσει κανείς τον ιό ανάλογα με το ηλικιακό γκρουπ στο οποίο ανήκει, εστιάζει σε άρθρο της στον Guardian η αναπληρώτρια καθηγήτρια στη Σχολή Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, Πέτρα Κλέπακ.
Η Κλέπακ ειδικεύεται στην μοντελοποίηση λοιμωδών νοσημάτων και στο άρθρο της καταφέρνει να εξηγήσει με απλά λόγια θέματα όπως η ταχύτητα εξάπλωσης του ιού και η εξάρτηση αυτής, δεδομένης της έλλειψης θεραπείας και εμβολίου, από τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη αλλά και από την αλλαγή καθημερινών μας συνηθειών. Ειδικότερα δε η χαρτογράφηση των χώρων όπου ανάλογα με την ηλικία τους οι άνθρωποι έχουν τις πιο πολλές επαφές, και άρα πιθανότητες να νοσήσουν, αποτελεί μέρος ενός μεγάλου project του ΒΒC.
Όπως γράφει η Κλέπακ η άμεση ανίχνευση και η άμεση ανταπόκριση σε έναν ιδανικό κόσμο, θα ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος για την άμεση και επιτυχή αντιμετώπιση της εξάπλωσης μολυσματικών ασθενειών και της αποτροπής επιδημιών και πανδημιών.
″Ο περιορισμός της εξάπλωσης, όπως εξηγεί, συνήθως περιλαμβάνει κατά κανόνα μέτρα όπως η απομόνωση των ασθενών, η εξέταση ύποπτων κρουσμάτων, η ινχχηλάτηση των επαφών τους. Τέτοιου είδους μέτρα αποδίδουν ειδικά για ασθένειες στην περίπτωση του SARS αφού στην περίπτωση αυτή είναι εύκολο να εντοπιστούν οι φορείς του ιού βάσει των συμπτωμάτων τους”.
Όμως στην περίπτωση του Covid-19, όπως επισημαίνει, η ανίχνευση είναι πιο δύσκολη επειδή γνωρίζουμε πως κάποιοι φορείς του ιού δεν έχουν εμφανή συμπτώματα, δηλαδή κυρίως πυρετό και βήχα. Άρα για να επιβεβαιωθεί ένα κρούσμα θα πρέπει ο πιθανός φορέας να υποβληθεί στην ειδική εξέταση. Γι αυτό άλλωστε και εκτιμάται πως οι έλεγχοι ταξιδιωτών στα αεροδρόμια κατά την άφιξή τους δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί στην περίπτωση του νέου κορονοϊού.
Βέβαια ”αργά ή γρήγορα, ένας φορέας του ιού θα μας ξεφύγει και έτσι θα ξεκινήσει μια αλυσίδα μετάδοσης αυτού που γρήγορα θα οδηγήσει σε έναν αυξανόμενο αριθμό ασθενών. Γι αυτό και ο περιορισμός της εξάπλωση του Covid 19 έχει ξεφύγει από τον έλεγχο αρκετών χωρών και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κήρυξε πανδημία”.
Πώς λοιπόν η επιδημία εξαπλώνεται, και πως την ελέγχουμε;
Ο χρυσός αριθμός του R
″Στην επιδημιολογία μετράται η μετάδοση με τη χρήση του αριθμού αναπαραγωγής (αλλιώς γνωστός ως R), ο οποίος μας λέει σε πόσους άλλους ανθρώπους μπορεί να μεταδώσει τον ιό ένας ασθενής. Εάν ένα άτομο εκτιμάται πως μπορεί να τον μεταδώσει σε ένα άλλο, ο ιός θα εξαπλωθεί σημαντικά ενώ εάν τον μεταδίδει σε λιγότερο από ένα ο αριθμός των κρουσμάτων θα ακολουθήσουν φθίνουσα πορεία.”
Άρα, όσο μεγαλύτερη είναι η τιμή του R, τόσο πιο εύκολο είναι να εξαπλωθεί ο ιός. Για την εποχική γρίπη, μία μόλυνση οδηγεί κατά μέσο όρο σε 1,4 νέες μολύνσεις. Για το Covid-19, μία μόλυνση οδηγεί σε 2-3 ακόμη στα αρχικά στάδια μιας επιδημίας.
Το πόσους άλλους ανθρώπους όμως μολύνει ένας ασθενής εξαρτάται από αρκετούς παράγοντες: τον αριθμό των ευπαθών ατόμων ενός γενικού πληθυσμού, το χρόνο που είναι κάποιος φορέας του ιού, ο αριθμός των ανθρώπων με τον οποίο ένας ασθενής έρχεται σε επαφή κ.α.
″Για να ελέγξουμε μία επιδημία, πρέπει να μειώσουμε το R κάτω από το 1. Για ασθένειες όπως η ιλαρά, αυτό επιτυγχάνεται με τον εμβολιασμό ενός αρκετά μεγάλου ποσοστού του πληθυσμού, ώστε η ασθένεια να μην μπορεί πλέον να εξαπλωθεί. Ακριβώς τι ποσοστό ανθρώπων πρέπει να εμβολιάσουμε για να φτάσουμε στην ανοσία της κοινότητας εξαρτάται και πάλι από το R. Όταν το Ρ είναι στο 2, πρέπει να εξασφαλιστεί ανοσία στον μισό πληθυσμό για να διακόψουμε τη μετάδοση. Για ένα R στο 3 πρέπει να ανοσοποιηθούν τα δύο τρίτα του πληθυσμού. Όλα αυτά για να φτάσουμε κάποια στιγμή το Ρ κάτω από το 1″.
Ωστόσο, ένα αποτελεσματικό εμβόλιο για τον Covid-19 είναι απίθανο να είναι διαθέσιμο τους 12-18 μήνες άρα η μείωση του R δεν μπορεί να επιτευχθεί άμεσα με τον μαζικό εμβολιασμό ενώ επίσης δεν έχει βρεθεί ούτε θεραπεία που να μειώνει το χρόνο που ένας ασθενής μπορεί να μεταδώσει τον ιό.
Άρα και οι δύο αυτές επιλογές για τον περιορισμό της εξάπλωσης του νέου κορονοϊού δεν είναι διαθέσιμες.
Μια άλλη επιλογή είναι η διεξαγωγή μεγάλου αριθμού κλινικών εξετάσεων γι για τον εντοπισμό όσο περισσότερων ατόμων έχουν μολυνθεί. Αυτοί στη συνέχεια τίθενται σε συνθήκες απομόνωσης και μειώνεται σημαντικά ο κίνδυνος να μεταδώσουν τον ιό σε άλλους. Έτσι, επιβραδύνεται σημαντικά η εξάπλωση. Και αυτή η μέθοδος, για τον περιορισμό μιας επιδημίας, έχει αξιολογηθεί ως ιδιαίτερα αποδοτική αλλά για να λειτουργήσει θα πρέπει τα αποτελέσματα πρέπει να υποβάλλονται άμεσα σε επεξεργασία (στο Ηνωμένο Βασίλειο χρειάζονται 2-4 ημέρες για τα αποτελέσματα, στην Γουχάν της Κίνας λιγότερο από τέσσερις ώρες).
Πιθανότητα μετάδοσης και αριθμός επαφών
Εάν λοιπόν ούτε αυτή η επιλογή είναι διαθέσιμη απομένουν μόνο δύο πράγματα: να εκτιμήσουμε την πιθανότητα μετάδοσης με μια επαφή και να αξιολογήσουμε τον αριθμό των ατόμων με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή.
Και τα δύο είναι πράγματα που εμείς οι ίδιοι μπορούμε να αλλάξουμε αλλάζοντας τη συμπεριφορά μας. Ο κίνδυνος μειώνεται σημαντικά όταν πλένουμε συχνά και σχολαστικά τα χέρια μας, όταν δεν αγγίζουμε το στόμα, τη μύτη και τα μάτια μας, όταν καλύπτουμε το στόμα και την μύτη κατά τον βήχα ή το φτέρνισμα, όταν μένουμε σπίτι. Όλα αυτά μειώνουν τον κίνδυνο μόλυνσής και μετάδοσης.
Η απαγόρευση πολυάριθμων συναθροίσεων, η εργασία από το σπίτι , το κλείσιμο των σχολείων είναι όλα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης αλλά δεν επαρκούν. Οι πολίτες πρέπει να μειώσουμε μειώσουμε τον αριθμό των ανθρώπων με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή καθημερινά και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να το κάνουμε για παρατεταμένο χρονικό διάστημα.
Αλλά τι είδους επαφές είναι πιο «επικίνδυνες» για τη μετάδοση του ιου;
Η Κλέπακ, μαζί με τον Άνταμ Κουτσάρσκι επίσης από την Σχολή Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, συνεργάστηκε με το BBC σε ένα πολυ μεγάλο project με επικεφαλής την καθηγητή Τζούλια Γκόγκ από το Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ. Πρόκειται για το project «Pandemic» του ΒΒC.
Τα ευρήματα για κάθε ηλικία
Στο πλαίσιο αυτού συγκεντρώθηκαν πληροφορίες σχετικά με το πώς οι άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε διαφορετικά περιβάλλοντα (σπίτι, εργασία, σχολείο, άλλοι) ενώ στην έρευνα πήραν μέρος 35.000 εθελοντές.
Όπως διαπιστώθηκε άτομα ηλικίας 20-50 ετών έχουν τις περισσότερες επαφές τους στους στους χώρους εργασίας. Άρα όσο μπορούν να εργαστούν στο σπίτι θα συμβάλουν κατά πολύ στην μείωση της μετάδοσης του νέου κορονοϊού. Ένα άλλο σημαντικό συμπέρασμα είναι περισσότερες από τις μισές επαφές ατόμων άνω των 65 ετών – τα οποία κινδυνεύουν ιδιαίτερα από τη σοβαρή ασθένεια Covid-19 – αφορούν όχι σπίτια, σχολεία και εργασιακούς χώρους αλλά καταστήματα, εστιατόρια και κέντρα αναψυχής. Αποφεύγοντας τις αλληλεπιδράσεις σε αυτούς τους χώρους τα άτομα που κινδυνεύουν περισσότερο από το νέο κορωνοϊό θα μπορούσαν να μειώσουν κατά το ήμισυ τον κίνδυνο να νοσήσουν.
Αλλάζοντας τώρα τη συμπεριφορά μας και διατηρώντας αυτές τις αλλαγές για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα μπορούμε να μειώσουμε σημαντικά τον κίνδυνο μόλυνσης για εμάς και τον κίνδυνο μετάδοσης στους άλλους βοηθώντας πρωτίστως στην προστασία των πιο ευπαθών ομάδων.
Όπως εκτιμά η καθηγήτρια τα μέτρα αυτά ενδέχεται να μειώσουν τον αριθμό αναπαραγωγής R, αλλά όταν αρθούν μπορεί να βρεθούμε ξανά αντιμέτωποι με μια νέα έξαρση.
Άρα, μέχρι να έχουμε διαθέσιμες θεραπείες και εμβόλιο βασικός στόχος είναι η επιβράδυνσης της εξάπλωση του Covid-19 προκειμένου να μην είναι μεγάλη η πίεση στα συστήματα υγείας και όλοι οι ασθενείς να λαμβάνουν την περίθαλψη που έχουν ανάγκη.