Το χρώμα των ούρων θεωρείται κατ’ εξοχήν δείκτης των επιπέδων ενυδάτωσης του οργανισμού. Το σκούρο κίτρινο χρώμα υποδεικνύει χαμηλή πρόσληψη υγρών (μέσω της κατανάλωσης νερού, φρούτων και λαχανικών κ.λπ.) ή σημαντική απώλεια υγρών (π.χ. μέσω της εφίδρωσης).
Εάν τα ούρα έχουν πορτοκαλί χρώμα, αυτό μπορεί να οφείλεται σε κάποια φαρμακευτική αγωγή που έχει χορηγήσει ο γιατρός ή στη διατροφή (π.χ. πολλά καρότα, βατόμουρα, παντζάρια).
Το ροζ ή κόκκινο χρώμα των ούρων μπορεί επίσης να οφείλεται στη διατροφή (κυρίως βατόμουρα και παντζάρια). Η κοκκινωπή απόχρωση στα ούρα μπορεί να υποδεικνύει επίσης την παρουσία αίματος και στην περίπτωση αυτή πρέπει να εξετάζεται από τον γιατρό ώστε να διαπιστωθεί η ακριβής αιτία.
Αρκετά φάρμακα (π.χ. αντιψυχωσικά, αντιβιοτικά, φάρμακα κατά της επιληψίας, καθαρτικά) μπορεί να προσδώσουν στα ούρα καφετί ή πρασινωπή απόχρωση, ενώ μια σπάνια μεταβολική διαταραχή που ονομάζεται πορφυρία συχνά προσδίδει στα ούρα μωβ απόχρωση.
Πέρα από το χρώμα, δύο ακόμη σημαντικές παράμετροι είναι η μυρωδιά και η διαύγεια των ούρων. Τα θολά ούρα μπορεί να υποδεικνύουν, μεταξύ άλλων, αφυδάτωση, ουρολοίμωξη ή παθήσεις των νεφρών (π.χ. πέτρες στα νεφρά), ενώ η πολύ έντονη μυρωδιά των ούρων –εάν δεν οφείλεται στη διατροφή (π.χ. τα σπαράγγια επηρεάζουν τη μυρωδιά των ούρων όταν καταναλώνονται σε μεγάλη ποσότητα) – μπορεί να υποδεικνύει λοίμωξη ή διαβήτη.
Η επίσκεψη στον γιατρό κρίνεται απαραίτητη σε περίπτωση που οι αλλαγές στο χρώμα των ούρων είναι αποτέλεσμα αφυδάτωσης λόγω ασθενείας. Επίσης, πρέπει να αξιολογείται το ροζ/κόκκινο χρώμα των ούρων που δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάποια αθώα αιτία, όπως η διατροφή. Τέλος, η συμβουλή του γιατρού είναι απαραίτητη εάν εμφανιστεί μια αλλαγή που δεν υποχωρεί σε διάστημα δύο έως τριών ημερών.